Η συναισθηματική διαθεσιμότητα και η σημασία της στις ερωτικές σχέσεις. Άρθρο της Ευαγγελίας Γκέγκα
Η δημιουργία σχέσεων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης και ο άνθρωπος επιδιώκει, από την στιγμή που γεννιέται, την επικοινωνία, την επαφή και την αλληλεπίδραση. Η πρώτη μας σχέση, αυτή με τον γονιό/ φροντιστή, είναι αυτή που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη και την εξέλιξη μας, σύμφωνα με πολλές θεωρίες.
Οι πρώιμες εμπειρίες που αποκτά κανείς στα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσω της συνύπαρξης του με τους σημαντικούς άλλους όπως τους γονείς ή τους φροντιστές του επηρεάζουν και διαμορφώνουν την αντίληψη του για τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Σύμφωνα με τον Bowlby, ο οποίος ανέπτυξε την θεωρία του δεσμού (attachment theory), ο δεσµός που αναπτύσσεται ανάµεσα στο βρέφος και τον φροντιστή του λειτουργεί ως ένα είδος ενστίκτου με την τάση να εξασφαλίσει ασφάλεια, προστασία και κατ’ επέκταση προσαρμογή και επιβίωση στο περιβάλλον (Λαζαράτου, 2008).
Ο δεσμός αυτός χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση εγγύτητας και την αίσθηση ασφάλειας και αφορά σε συμπεριφορές με διττή προσαρμοστική αξία καθώς έτσι εξασφαλίζεται η συναισθηματική σχέση με το κύριο πρόσωπο φροντίδας και παράλληλα διαμορφώνεται μια ασφαλής βάση για συμπεριφορές εξερεύνησης του περιβάλλοντος (Ευθυμίου & Ευσταθίου, 2001). Υποστηρίζεται ότι καθώς το βρέφος αλληλοεπιδρά με το πρόσωπο προσκόλλησης, δηλαδή το κύριο πρόσωπο φροντίδας (συνήθως τη μητέρα), αναπτύσσει προσδοκίες για το βαθμό διαθεσιμότητας και τον τρόπο με τον οποίο το πρόσωπο αυτό ανταποκρίνεται στις ανάγκες του (Waters et al., 2002). Ο φροντιστής / γονιός χρειάζεται να είναι συναισθηµατικά διαθέσιµος και να ανταποκρίνεται θετικά στην κάλυψη των αναγκών αυτών προκειµένου το βρέφος να αναπτύξει µια ασφαλή τύπου πρόσδεση.
Τα παιδιά που έχουν δημιουργήσει μια ασφαλή πρόσδεση με τον γονιό/ φροντιστή τείνουν να έχουν μια υγιή συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη. Φαίνονται να διαχειρίζονται καλύτερα τα συναισθήματά τους και δημιουργούν πιο λειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις που διακρίνονται από εμπιστοσύνη και ασφάλεια.
Τα παιδιά που μεγάλωσαν με μια ανασφαλή τύπου πρόσδεση συνήθως μεγάλωσαν με ένα γονέα/φροντιστή, ο οποίος δεν ήταν διαθέσιμος, επιδείκνυε ασυνέπεια στις πράξεις και στην φροντίδα του, ήταν φυσικά ή συναισθηματικά απών, μετέφερε διφορούμενα μηνύματα σε σχέση με τα συναισθήματά του ή δεν εξέφραζε κανένα συναίσθημα. Επίσης, η έκθεση του παιδιού σε κακοποιητικές συνθήκες και σε ενδοοικογενειακή βία αποτελούν μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία για το παιδί και αναπτύσσονται συναισθήματα αυξημένου άγχους, ανασφάλειας, διαφόρων τύπων φοβίες, καταθλιπτικά συναισθήματα και επηρεάζεται σοβαρά η δημιουργία και η ανάπτυξη σχέσεων.
Οι σχέσεις που θα αναπτύξει κάποιος σαν ενήλικας αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τύπο της συναισθηματικής πρόσδεσης με τον οποίο έχει μεγαλώσει. Μια ασφαλής πρόσδεση θα του δώσει τα εφόδια να δημιουργήσει σχέσεις μέσα στις οποίες θα νιώθει άνετα να εκδηλώνει και να μοιράζεται συναισθήματα, θα δίνει χώρο και χρόνο και θα είναι ανοιχτός σε νέες εμπειρίες αλλά κυρίως θα είναι «ανοιχτός» προς τον εαυτό του. Η ασφαλής πρόσδεση θα του επιτρέψει να αναγνωρίζει, να αποδέχεται και να σέβεται τα συναισθήματά του άρα μπορουμε να πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος θα είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και ικανός να σχετιστεί υγιώς με τους άλλους.
Αντίθετα, μια ανασφαλής πρόσδεση θα τον ωθεί να αποφεύγει την συσχέτιση με όποια μορφή κι αν εμφανιστεί. Ο «άλλος» θα είναι πάντα ένας «καθρέφτης» του, όπου θα αντανακλώνται οι δικές του ανασφάλειες και ανεπάρκειες έτσι δεν θα καταφέρει ποτέ να σχετιστεί γνήσια, θα συνηθίζει να κατηγορεί τον/την σύντροφο του και θα αποφεύγει να κοιτάξει τα δικά του σφάλματα και τις συμπεριφορές που οδήγησαν στην αποτυχία της σχέσης. Η σχέση λοιπόν δεν θα έχει διάρκεια και το άτομο θα επιβεβαιώνει με αυτόν τον τρόπο την ασυνείδητη πεποίθηση του ότι δεν αξίζει να αγαπηθεί. Αυτή η πεποίθηση δημιουργήθηκε στα πρώτα του χρόνια μέσω της ανασφαλούς πρόσδεσης με τον γονέα/ φροντιστή και συνήθως έχει πλήρη άγνοια το άτομο για αυτήν την πεποίθηση, η οποία κυριαρχεί στην ζωή του.
Η γνώση για το αν είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι ή όχι μπορεί να αποκτηθεί μέσα από μια ανασκόπηση των προηγούμενων σχέσεων ή μέσα από μια ειλικρινή αναγνώριση και αποτύπωση των δικών μας συμπεριφορών στην υπάρχουσα σχέση. Μέσα από αυτή την διαδικασία, θα αναδυθούν μοτίβα όπου θα ανακαλύψουμε αιτίες, φόβους, ανασφάλειες κλπ. που μας κρατάνε καθηλωμένους και δεν μας επιτρέπουν να σχετιστούμε.
Αν έχουμε μια σειρά από αποτυχημένες σχέσεις, αξίζει να εξετάσουμε την συμβολή μας σε αυτές και να ανακαλύψουμε νέες πτυχές του εαυτού μας. Ο μόνος άνθρωπος που μπορούμε να αλλάξουμε και να ελέγξουμε την συμπεριφορά του, είμαστε εμείς. Αν επιμένουμε να ασχολούμαστε με το «γιατί» ή το «πόσο λάθος» μάς φέρθηκε κάποιος, χάνουμε πολύτιμο χρόνο από την εξερεύνηση του «γιατί» επιλέξαμε εμείς αυτόν τον άνθρωπο και άλλων σημαντικών ερωτήσεων των οποίων οι απαντήσεις θα αλλάξουν μακροπρόθεσμα τις επιλογές μας και φυσικά τις σχέσεις μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ευθυμίου, Κ. & Ευσταθίου, Γ. (2001). Διαταραχές της Σεξουαλικής Επιθυμίας και της Θεωρίας Προσκόλλησης.
Λαζαράτου, Ε. (2008). Άγχος Αποχωρισμού. Στο Β. Αλεβίζος (Επιμ.), Άγχος, Ιατρικές και Κοινωνικές Διαστάσεις, Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.
Waters, E., Crowell, J., Elliott, M., Corcoran, D. & Treboux, D., (2002). Bowlby’s Secure base and Social/Personality Psychology of Attachment Styles: Work(s) in Progress. Attachment and Human Development
Learn More